- μεταστάντος
- μεθίστημιplace in another wayaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραγωνίζομαι — ΜΑ αγωνίζομαι για να υπερασπίσω κάποιον ή κάτι (α. «ὑπερηγωνίζοντο αὐτοῡ καὶ μεταστάντος», Αππ. β. «τῶν ἀποστολικῶν ὑπεραγωνιζόμενοι δογμάτων», Θεοδώρ.) … Dictionary of Greek